- πόκτος
- ὁ, Α(αιολ. τ.) βλ. πόκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόκτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκτοισι — πόκτος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek